- νερομπούλι
- τορόφημα ή φαγητό ανούσιο, άνοστο, επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα νερού, νερόπλυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερομπούλι — το φαγητό που έχει πολύ νερό και γι αυτό είναι άνοστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
νερόπλυμα — το [νεροπλύνω] 1. το νερό που προέρχεται από το πλύσιμο τών μαγειρικών σκευών και τών πιάτων 2. έδεσμα ή ρόφημα άνοστο, νερομπούλι 3. άνθρωπος χωρίς ομορφιά και χάρη … Dictionary of Greek
νερόπλυμα — το, ατος 1. το νερό από το πλύσιμο μαγειρικών σκευών και πιάτων. 2. ρόφημα άνοστο, αηδιαστικό, αλλ. νερομπούλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)